τράγους

τράγους
τράγος
he-goat
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τράγους — Τράγος he goat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγωδός — ο, η / τραγῳδός, ὁ, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τραγαFυδός Α 1. ποιητής τραγωδιών 2. ερμηνευτής, ηθοποιός τραγωδίας αρχ. 1. ποιητής τραγωδιών και αοιδός ταυτόχρονα 2. τραγικός ποιητής ο οποίος έπαιρνε μέρος ως υποκριτής στις παραστάσεις τών τραγωδιών του… …   Dictionary of Greek

  • Ησυχίδες — Αριστοκρατική οικογένεια της αρχαίας Αθήνας. Γενάρχης της ήταν o ήρωας Ησύχιος. Λέγεται μάλιστα ότι o ήρωας αυτός ήταν ανύπαρκτος, αλλά τον επινόησαν για να ερμηνεύσουν το προνόμιο της οικογένειας αυτής να έχει στην Αττική την κληρονομική λατρεία …   Dictionary of Greek

  • αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] …   Dictionary of Greek

  • αιγιβάτης — αἰγιβάτης, ο (Α) (λέγεται για τράγους και για τον τραγοπόδαρο Πάνα) αυτός που βατεύει τις κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βάτης βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • μαρκαλίζω — και μαρκαλώ (για ζώα και ιδίως τράγους και κριάρια) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή, οχεύω, επιβαίνω, βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. marr kal «παίρνω άλογο»] …   Dictionary of Greek

  • μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …   Dictionary of Greek

  • προβατικός — ή, ό / προβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόβατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος 2. φρ. «προβατική πύλη» εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν μσν. αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • τραγόκτονος — ον, Α αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό κτονος] …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”